- μεταφέρομαι
- μεταφέρομαι, μεταφέρθηκα, μεταφερμένος βλ. πίν. 218
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
μεταφέρομαι — μεταφέρω carry across pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεθίστημι — (Α μεθίστημι και μεθιστάνω και μεθιστῶ) (το μέσ.) μεθίσταμαι 1. μετακινούμαι σε άλλο σημείο, μεταφέρομαι 2. μεταβαίνω σε άλλη παράταξη, αποστατώ, αποσκιρτώ, αυτομολώ, μεταπηδώ («τελικά μετέστη στο αντίπαλο κόμμα») νεοελλ. φρ. «μετέστη εις τας… … Dictionary of Greek
άημι — ἄημι (Α) Ι ενεργ. 1. (κυρίως για ανέμους) φυσώ, πνέω 2. αναπνέω, εισπνέω παθ. ἄημαι 1. χτυπιέμαι, δέρνομαι ή καταβάλλομαι από τον άνεμο 2. (για ήχους) μεταφέρομαι, διαδίδομαι με τον αέρα 3. αμφιταλαντεύομαι, φέρομαι εδώ κι εκεί από αμφιβολία ή… … Dictionary of Greek
διφρηλατώ — διφρηλατῶ ( έω) (AM) 1. οδηγώ άρμα 2. μεταφέρομαι πάνω σε άρμα … Dictionary of Greek
εγκατανωτίζομαι — ἐγκατανωτίζομαι (AM) μεταφέρομαι πάνω στη ράχη τού αλόγου … Dictionary of Greek
εκχώννυμι — ἐκχώννυμι (Α) 1. υψώνω ανάχωμα 2. παθ. υψώνομαι, χτίζομαι πάνω σε ανάχωμα ή σε ύψωμα 3. (για θαλάσσιο κόλπο) γεμίζω ιλύ (λάσπη) από τον ποταμό 4. παθ. μεταφέρομαι για απόρριψη … Dictionary of Greek
εμφορούμαι — ( έομαι) (AM ἐμφοροῡμαι και ἐμφορῶ) μέσ. είμαι γεμάτος από κάποιο συναίσθημα, διαπνέομαι από κάποια σκέψη ή ιδέα, κατέχομαι, κυριεύομαι από συναισθήματα ή ιδέες («θείου φωτισμοῡ ἀξίως ἐμφορούμενος», Μην. Ωδ. Ι) αρχ. μσν. είμαι γεμάτος από κάτι,… … Dictionary of Greek
επιδιαφέρομαι — ἐπιδιαφέρομαι (Α) (για πλοίο) μεταφέρομαι από μια θάλασσα σε άλλη συρόμενος πάνω στον ισθμό … Dictionary of Greek
ζευγοφορούμαι — ζευγοφοροῡμαι, έομαι (Α) μεταφέρομαι από ζεύγος βοδιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζεύγος + φορούμαι (< φόρος < φέρω), πρβλ. προικο φορούμαι, τυμπανο φορούμαι] … Dictionary of Greek
μεταγίνομαι — και ματαγίνομαι (ΑM μεταγίγνομαι και μεταγίνομαι) νεοελλ. μσν. γίνομαι εκ νέου, ξαναγίνομαι, αναδημιουργούμαι μσν. γίνομαι κάτι διαφορετικό αρχ. 1. γίνομαι κατόπιν 2. μεταφέρομαι, απάγομαι μακριά («Ἱερεμίας ὁ προφήτης ὅτι ἐκέλευσε τοῡ πυρὸς… … Dictionary of Greek